- πρινίδιον
- πρῑν-ίδιον [νὶ], τό, Dim. of πρῖνος, Ar.Av.615 (anap.), Ael.VH5.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρινίδιον — πρῑνίδιον , πρινίδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρινίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σαν ίδιον)] … Dictionary of Greek
πρινιδίοις — πρῑνιδίοις , πρινίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)